Ἔλεε

Ἔλεε
Ἔλεος
masc voc sg
Ἔλεος
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἔλεε — ἔλεος pity masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαρχινώ — και ματαρχινάω αρχίζω κάτι από την αρχή, ξαναρχίζω («γκλαν, γκλαν παράδερνε με τα γλωσσίδια κι εματαρχίναε κι έλεε τα ίδια», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ματα * + αρχινώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”